- ἀπόκριτος
- ἀπόκριτοςseparatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόκριτος — ἀπόκριτος, ο (AM) 1. ξεχωριστός, ξεδιαλεγμένος 2. εκείνος που έχει απορριφθεί … Dictionary of Greek
ἀποκρίτως — ἀπόκριτος separated adverbial ἀπόκριτος separated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκριτον — ἀπόκριτος separated masc/fem acc sg ἀπόκριτος separated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMBO — Walafrido Straboni ab ambiendo, aliis melius a Graeco ἀναβαίνειν, i. e. ascendere, pulpitum est seu tribunal aedis sacrae, ad quod gradibus ascenditur. Paulus Warnefridus in Episcopis Mett. in Chrodegango: Construxit etiam ambonem aurô argentôque … Hofmann J. Lexicon universale
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek